Το παρακάτω κείμενο είναι ένα γράμμα φίλης που ζει στην Καταλονία προς τις συναδέλφισσές της, δασκάλες σε ένα μικρό δημοτικό σχολείο.
Φίλες και συναδέλφισσες γεια σας,
Σας γράφω από την πιο τρομακτική μοναξιά, για να σας πω κάποια πράγματα που δεν είναι αυτά που λέγονται συνήθως αυτές τις μέρες. Δεν είναι γλυκά, δεν είναι αισιόδοξα, δεν χαϊδεύουν, δεν καθησυχάζουν, δεν παρηγορούν. Μάλλον είναι ο ενοχλητικός αντίλογος σε ένα σύστημα αξιών που σήμερα προωθείται ως αλληλέγγυο, υπεύθυνο και ένα σωρό άλλα επίθετα που για μένα έχουν μια έννοια τελείως διαφορετική από αυτή που τους δίνουν οι αρχές και η κοινωνία γενικότερα αυτές τις ζοφερές μέρες. Αυτή τη φορά, πραγματικά λυπάμαι που είμαι η αντιφρονούσα. Σας το ορκίζομαι. Θα μου άρεσε να μη νιώθω τόσο μόνη μου μ’ αυτές τις σκέψεις και γι αυτό ακριβώς τις μοιράζομαι μαζί σας. Δεν σας ζητάω να συμφωνήσετε, μόνο σας ζητάω να με ακούσετε και -αν γίνεται- με λίγο ανοιχτό μυαλό, επειδή μάλλον δεν θα σας αρέσουν, θα σας κάνουν να νιώσετε άβολα, μπορεί να σας ενοχλήσουν, ακόμη και να σας θυμώσουν. Στην τελική, ποια είμαι εγώ για να σας πω πώς πρέπει να σκέφτεστε αυτές τις σκοτεινές στιγμές; Μόνο σας λέω πως κι εγώ έτσι νιώθω: άβολα, ενοχλημένη, αλλά και μόνη και ηττημένη σε μια μάχη που δεν μπόρεσα καν να δώσω.
Τι θέλω να πω: Αυτές τις μέρες, με τον υποχρεωτικό εγκλεισμό εκατομμυρίων υγιών ανθρώπων στα σπίτια τους, με τα ΜΜΕ να μας βομβαρδίζουν με συμβουλές-οδηγίες για να παραμείνουμε στο σπίτι, τα εμμονικά hastags “εγώ μένω σπίτι”, τον στρατό και την αστυνομία που “ξαγρυπνούν” για την υγεία, την ασφάλειά μας και την τήρηση της απαγόρευσης κυκλοφορίας, τον ανυπόφορο κοινωνικό έλεγχο που εκφράζεται με τις αποδοκιμαστικές ματιές και τις προσβολές των γειτόνων όταν βλέπουν να ξεμυτίζουν παιδιά στο δρόμο, την αυταρέσκεια του ότι είμαστε τόσο μα τόσο “πολιτισμένοι”, την ιδέα πως οποιαδήποτε άποψη που αμφισβητεί την μοναδική αλήθεια των δεδομένων που μας διοχετεύουν είναι απολύτως αντικοινωνική και αντιαλληλέγγυα, την ταχύτητα με την οποία κλείνουν σύνορα, την ματιά προς τον Άλλο ως απειλή, το φόβο που κυριαρχεί, τα drones που ουρλιάζουν στον ουρανό της Μαδρίτης “Πρέπει να παραμείνετε μέσα στο σπίτι!”, τα περιπολικά με τα μεγάφωνα που γυροφέρνουν στις γειτονιές μας και απειλούν με πρόστιμα όποιον βγει αδικαιολόγητα, τους μπάτσους με πολιτικά που κυνηγάνε πιτσιρικάδες που -ευτυχώς- ακόμη συναντιούνται σε κάτι εγκαταλελειμμένα γιαπιά, τα γεμάτα μίσος σχόλια αντιπροσώπων αντίπαλων γειτονικών εθνοτήτων σχετικά με το ποιος έχει περισσότερο δικαίωμα στις αποστειρωμένες μάσκες που αρχίζουν να εκλείπουν απ’ όλη τη χώρα, τον παράλογο ανταγωνισμό ανάμεσα στους πολιτικούς για το ποιος θα δώσει τις πιο αυταρχικές και αυθαίρετες διαταγές, την υποκρισία εκείνων που διατάζουν εγκλεισμό στο σπίτι για τους μισούς εργαζόμενους, στέλνοντας τους άλλους μισούς -το πρεκαριάτο, φυσικά- στη δουλειά (και κατόπιν στην ανεργία, πάλι), όλα αυτά φτιάχνουν ένα σκηνικό βγαλμένο από την πιο ζοφερή επιστημονική φαντασία…
Μόλις πριν από δυο εβδομάδες θα έμοιαζε μια άσκηση ολοκληρωτισμού και απαράδεκτης τυραννίας. Και τώρα κανείς δεν το αμφισβητεί. Κανείς! Τι συνέβη στην κριτική σκέψη; Τι μας συνέβη; Γιατί μας πούλησαν τόσο εύκολα ως κοινωνικά υπεύθυνη και αλληλέγγυα στάση την ακριτική απομόνωση όλων μας; Η αλληλεγγύη δεν προέρχεται ποτέ από κανένα κράτος, φίλες μου. Η αλληλεγγύη δεν μπορεί ποτέ να είναι αποτέλεσμα διαταγμάτων. Το λέει και το σύνθημα. Κανένα κράτος δεν θα μας απελευθερώσει. Η αλληλεγγύη γεννιέται από τους λαούς, δεν επιβάλλεται με πρόστιμα. Εδώ και τώρα αυτό που κάνουμε είναι απλώς να υπακούουμε (λόγω παράλογου φόβου, κομφορμισμού, άγνοιας, παραιτημένης αποδοχής) και δεν βλέπω πώς αυτό μπορεί να είναι μια πράξη αλληλεγγύης. Λυπάμαι πολύ, τόσο που με πονάει, αλλά το να βγαίνουμε στις ταράτσες και να τραγουδάμε ή να χειροκροτάμε το ιατρικό προσωπικό μπορεί να μας δώσει μια παρηγοριά, αλλά δεν αποτελεί πράξη αντίστασης. Έχουμε παραιτηθεί απέναντι στη ματαιότητα μιας πραγματικότητας που μας διαφεύγει, απλώς και μόνο επειδή μας διέταξαν να το κάνουμε και μας έπεισαν για την χρησιμότητα των διαταγών τους.
Κι όμως, η πανδημία του κορωνοϊού, όπως τελικά και όλα σε αυτή τη ζωή πολύ φοβάμαι, είναι ένα ιδεολογικό ζήτημα. Ούτε εγώ, ούτε εσείς έχουμε τα αντικειμενικά δεδομένα για να αντιπαρατεθούμε εδώ πάνω στην ύπαρξή και την επικινδυνότητά του. Δεν τα έχουν ούτε οι γιατροί, ούτε το ιατρικό προσωπικό, ούτε κανείς. Η ερμηνεία των δεδομένων είναι υποκειμενική, ξεκάθαρα ιδεολογική. Όποιος θέλει να ψάξει λίγο κάτω από την επιφάνεια μπορεί να βρει ενδιαφέροντα δεδομένα, αλλά τώρα δεν θα κάνω κάτι τέτοιο. Δεν θέλω να σας πείσω για τίποτα. Μόνο θέλω να σας ζητήσω ένα πράγμα: Σας παρακαλώ, σας παρακαλώ, μην αφήσετε τα παιδιά σας να θεωρήσουν φυσιολογική αυτή την κατάσταση, μην τα αφήσετε να πιστέψουν πως αλληλεγγύη σημαίνει να βλέπεις τον Άλλο ως ένα κίνδυνο, μην τα αφήσετε να χάσουν την ικανότητα να ρωτούν, να αντιδρούν, να αντιστέκονται… Έχουμε μετατραπεί όλες σε ένα Ρομπέρτο Μπενίνι στο “Η Ζωή είναι Ωραία”, προσπαθώντας να κρύψουμε τον τρόμο ενός στρατοπέδου συγκέντρωσης από τα παιδιά και τους μαθητές μας. Αλλά ο τρόμος δεν παύει να υπάρχει επειδή εμείς φτιάχνουμε συνταγές για κουλουράκια, βλέπουμε tutorials για ζούμπα ή ζωγραφίζουμε αισιόδοξα ουράνια τόξα μαζί τους. Ή τουλάχιστον αυτό είναι που νιώθω εγώ: να βασανίζομαι, υποταγμένη ενάντια στη θέλησή μου, ενώ ράβω κουκλάκια ή παίζω επιτραπέζια με την κόρη μου.
Επειδή ο τρόμος, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι ο κορωνοϊός, είναι ο ολοκληρωτισμός και η απάθεια με την οποία τον αποδεχτήκαμε, το δηλητήριο της υποταγής, που δηλητηριάζει τον αέρα πολύ περισσότερο απ’ ότι τα μολυσματικά σταγονίδια του βήχα ενός παιδιού, ύποπτου φορέα ποιος – ξέρει – ποιού – άόρατου – θανατηφόρου – κινδύνου. Αν τόσα εκατομμύρια άτομα είπαμε τόσο γρήγορα “αμήν” σε μια κατάσταση τόσο λίγο διαφανή, αν αποδεχόμαστε οτιδήποτε μας λένε χωρίς κανένα αντανακλαστικό κριτικής σκέψης, αν η μόνη πράξη αντίστασης που μας επιτρέπουμε είναι να πηγαίνουμε στο σούπερ μάρκετ περισσότερες φορές απ’ όσες πραγματικά χρειαζόμαστε, σημαίνει πως ζούμε σε μια κοινωνία πολύ πιο υποταγμένη και άβουλη απ ’ότι πίστευα. Και πως το μέλλον φαίνεται πολύ μαύρο. Από τώρα σκέφτομαι την επόμενη κατάσταση συναγερμού. Επειδή θα υπάρξει κι άλλη. Σίγουρα… Κι αυτή η σκέψη μου είναι αβάσταχτη. Ένας εφιάλτης που δεν μπορώ να αποδιώξω. Η ζωή δεν είναι αυτό που ζούμε αυτές τις μέρες, παιδιά… Είναι κάτι άλλο. Δεν μπορούμε να το ξεχνάμε αυτό. Δεν πρέπει να το ξεχνάμε.
Πριν πολλά χρόνια, το 1995 ήταν, πέθανε ένας φίλος στην Αθήνα, από AIDS. Ήταν ένα από τα πρώτα θύματα αυτής της αρρώστιας κι ένας ακτιβιστής ενάντια στην απομόνωση, την κουλτούρα του φόβου και της απόρριψης προς τους φορείς εκείνου του θανατηφόρου και στιγματιστικού ιού. Ακόμη έχω μια μπλούζα από τότε που λέει:
ΧΑΔΙΑ, ΦΙΛΙΑ, ΑΓΚΑΛΙΕΣ: ΤΟ ΕΜΒΟΛΙΟ ΜΑΣ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ AIDS.
Μ’ αυτό το σύνθημα σας αφήνω.
Αρετή.